- ἀνδροφάγος
- ἀνδρο-φάγος, ον,A eating men,
Κύκλωψ Od.10.200
; οἱ Ἀ., a people north of the Scythians, Hdt.4.18,106, cf. Palaeph.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Κύκλωψ Od.10.200
; οἱ Ἀ., a people north of the Scythians, Hdt.4.18,106, cf. Palaeph.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανδροφάγος — ἀνδροφάγος, ὁ (Α) ανθρωποφάγος … Dictionary of Greek
ἀνδροφάγος — eating men masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγον — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc sg ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγα — ἀνδροφάγος eating men neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοι — ἀνδροφάγος eating men masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοιο — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγοις — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγους — ἀνδροφάγος eating men masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγων — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροφάγῳ — ἀνδροφάγος eating men masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… … Dictionary of Greek